διαδρομή

διαδρομή
η (AM διαδρομή)
1. το να διατρέχει κανείς ή κάτι, ορισμένο τοπικό ή χρονικό διάστημα
2. το μεταξύ δύο σημείων τοπικό ή χρονικό διάστημα
νεοελλ.
1. σύντομο ταξίδι αναψυχής με πλοίο
2. ο χρόνος που διατέθηκε γι' αυτό το ταξίδι αναψυχής
αρχ.
1. μετάβαση από τόπου σε τόπο
2. η δίοδος
3. ο χώρος που προσφέρεται για διέλευση
4. «διαδρομαί πνευμάτων» — οι βορβορυγμοί
5. η βιαστική μετάβαση απέναντι
6. υδραγωγείο
7. αίσθηση που διατρέχει το σώμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διαδρομῇ — διαδρομή running to and fro through fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδρομή — running to and fro through fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδρομή — η η πορεία από ένα σημείο σε άλλο, η απόσταση μεταξύ τους: Χρειάζομαι μισή ώρα, για να καλύψω αυτή τη διαδρομή με το αυτοκίνητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαδρομαῖς — διαδρομή running to and fro through fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδρομαί — διαδρομή running to and fro through fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδρομᾶν — διαδρομή running to and fro through fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδρομῆς — διαδρομή running to and fro through fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδρομήν — διαδρομή running to and fro through fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδρομῶν — διαδρομή running to and fro through fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”