- διαδρομή
- η (AM διαδρομή)1. το να διατρέχει κανείς ή κάτι, ορισμένο τοπικό ή χρονικό διάστημα2. το μεταξύ δύο σημείων τοπικό ή χρονικό διάστημανεοελλ.1. σύντομο ταξίδι αναψυχής με πλοίο2. ο χρόνος που διατέθηκε γι' αυτό το ταξίδι αναψυχήςαρχ.1. μετάβαση από τόπου σε τόπο2. η δίοδος3. ο χώρος που προσφέρεται για διέλευση4. «διαδρομαί πνευμάτων» — οι βορβορυγμοί5. η βιαστική μετάβαση απέναντι6. υδραγωγείο7. αίσθηση που διατρέχει το σώμα.
Dictionary of Greek. 2013.